- ανακωδωνίζω
- ἀνακωδωνίζω (Α)χτυπώ κάτι για να δοκιμάσω τον ήχο του, κουδουνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνακωδώνισον — ἀνακωδωνίζω try by the sound aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)